παρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέχω < (παρά) παρ- + ἔχω

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρέχω

Ρήμα

παρέχω, πρτ.: παρείχα, αόρ.: παρείχα/παρέσχον, παθ.φωνή: παρέχομαι, π.αόρ.: παρασχέθηκα

  • δίνω κάτι σε κάποιον, χορηγώ, προμηθεύω, προσφέρω, προξενώ
      Το Λουξεμβούργο είχε ήδη συμφωνήσει να παράσχει πληροφορίες για τις συμφωνίες του με ξένες εταιρείες στις κυβερνήσεις των χωρών που θα τις ζητούσαν, όμως απέρριπτε το αίτημα των υπηρεσιών ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή δεν είναι φορολογικές αρχές. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  παρέχω   παρέχομαι 
Παρατατικός  παρεῖχον, παρέχον   παρειχόμην, παρεχόμην 
Μέλλοντας  παρέξω, παρασχήσω   παρέξομαι, παρασχήσομαι & — 
Αόριστος  παρέσχον, παρέσχεθον, παρέσκεθον   παρεσχόμην, παρασχεθόμην, παρεσκεθόμην & — 
Παρακείμενος  παρέσχηκα   παρέσχημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

παρέχω < (παρά) παρ- + ἔχω

Ρήμα

παρέχω

  1. έχω κοντά μου, έχω έτοιμο
  2. παρέχω, δίνω, προμηθεύω, χορηγώ, εφοδιάζω
  3. χαρίζω
  4. γεννώ, προξενώ
  5. παρουσιάζω, εμφανίζω
  6. επιτρέπω, δίνω τη δυνατότητα, το δικαίωμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παρά και ἔχω

Σύνθετα

  • ἀντιπαρέχω
  • ἐμπαρέχω
  • προπαρέχω
  • προσπαρέχω
  • συμπαρέχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.