παραέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραέχω < παρα- + έχω

Ρήμα

παραέχω

  1. έχω σε υπερβολικό βαθμό
    αυτός ο τύπος παραέχει θράσος
  2. σε ρόλο βοηθητικού ρήματος αντί του έχω για να δηλωθεί υπερβολή
    αυτό το παιδί παραέχει πάρει αέρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.