παρασχεθείς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασχεθείς
& παρασχεθέντας
η παρασχεθείσα το παρασχεθέν
      γενική του παρασχεθέντος
& παρασχεθέντα
της παρασχεθείσας
& παρασχεθείσης*
του παρασχεθέντος
    αιτιατική τον παρασχεθέντα την παρασχεθείσα το παρασχεθέν
     κλητική παρασχεθείς
& παρασχεθέντα
παρασχεθείσα παρασχεθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασχεθέντες οι παρασχεθείσες τα παρασχεθέντα
      γενική των παρασχεθέντων των παρασχεθεισών των παρασχεθέντων
    αιτιατική τους παρασχεθέντες τις παρασχεθείσες τα παρασχεθέντα
     κλητική παρασχεθέντες παρασχεθείσες παρασχεθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρασχεθείς < αρχαία ελληνική παρασχεθείς, μετοχή του αορίστου παρεσχέθην του ρήματος παρέχω < ἔχω

Μετοχή

παρασχεθείς, -είσα, -έν

  • που παρασχέθηκε, δόθηκε, χορηγήθηκε στο παρελθόν
    Οι παρασχεθείσες πρώτες βοήθειες δε στάθηκαν αρκετές για να σώσουν τη ζωή του.
    τα παρασχεθέντα δικαιολογητικά, ο παρασχεθείς χρόνος

Συνώνυμα

Συγγενικά

μετοχές

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

παρασχεθείς

  • β΄πρόσωπο ενικού του εξαρτημένου τύπου παθητικής φωνής του ρήματος παρέχω
    να παρασχεθείς, θα παρασχεθείς, όταν παρασχεθείς, αφού παρασχεθείς, ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.