εφοδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εφοδιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφοδιάζω (αρχαία σημασία: ειδικά για ταξίδι)[1] < ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fo.ðiˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φο‐δι‐ά‐ζω
Ρήμα
εφοδιάζω, αόρ.: εφοδίασα, παθ.φωνή: εφοδιάζομαι, π.αόρ.: εφοδιάστηκα, μτχ.π.π.: εφοδιασμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εφοδιάζω | εφοδίαζα | θα εφοδιάζω | να εφοδιάζω | εφοδιάζοντας | |
| β' ενικ. | εφοδιάζεις | εφοδίαζες | θα εφοδιάζεις | να εφοδιάζεις | εφοδίαζε | |
| γ' ενικ. | εφοδιάζει | εφοδίαζε | θα εφοδιάζει | να εφοδιάζει | ||
| α' πληθ. | εφοδιάζουμε | εφοδιάζαμε | θα εφοδιάζουμε | να εφοδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | εφοδιάζετε | εφοδιάζατε | θα εφοδιάζετε | να εφοδιάζετε | εφοδιάζετε | |
| γ' πληθ. | εφοδιάζουν(ε) | εφοδίαζαν εφοδιάζαν(ε) |
θα εφοδιάζουν(ε) | να εφοδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εφοδίασα | θα εφοδιάσω | να εφοδιάσω | εφοδιάσει | ||
| β' ενικ. | εφοδίασες | θα εφοδιάσεις | να εφοδιάσεις | εφοδίασε | ||
| γ' ενικ. | εφοδίασε | θα εφοδιάσει | να εφοδιάσει | |||
| α' πληθ. | εφοδιάσαμε | θα εφοδιάσουμε | να εφοδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | εφοδιάσατε | θα εφοδιάσετε | να εφοδιάσετε | εφοδιάστε | ||
| γ' πληθ. | εφοδίασαν εφοδιάσαν(ε) |
θα εφοδιάσουν(ε) | να εφοδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εφοδιάσει | είχα εφοδιάσει | θα έχω εφοδιάσει | να έχω εφοδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εφοδιάσει | είχες εφοδιάσει | θα έχεις εφοδιάσει | να έχεις εφοδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εφοδιάσει | είχε εφοδιάσει | θα έχει εφοδιάσει | να έχει εφοδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εφοδιάσει | είχαμε εφοδιάσει | θα έχουμε εφοδιάσει | να έχουμε εφοδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εφοδιάσει | είχατε εφοδιάσει | θα έχετε εφοδιάσει | να έχετε εφοδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εφοδιάσει | είχαν εφοδιάσει | θα έχουν εφοδιάσει | να έχουν εφοδιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εφοδιάζομαι | εφοδιαζόμουν(α) | θα εφοδιάζομαι | να εφοδιάζομαι | ||
| β' ενικ. | εφοδιάζεσαι | εφοδιαζόσουν(α) | θα εφοδιάζεσαι | να εφοδιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εφοδιάζεται | εφοδιαζόταν(ε) | θα εφοδιάζεται | να εφοδιάζεται | ||
| α' πληθ. | εφοδιαζόμαστε | εφοδιαζόμαστε εφοδιαζόμασταν |
θα εφοδιαζόμαστε | να εφοδιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εφοδιάζεστε | εφοδιαζόσαστε εφοδιαζόσασταν |
θα εφοδιάζεστε | να εφοδιάζεστε | (εφοδιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | εφοδιάζονται | εφοδιάζονταν εφοδιαζόντουσαν |
θα εφοδιάζονται | να εφοδιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εφοδιάστηκα | θα εφοδιαστώ | να εφοδιαστώ | εφοδιαστεί | ||
| β' ενικ. | εφοδιάστηκες | θα εφοδιαστείς | να εφοδιαστείς | εφοδιάσου | ||
| γ' ενικ. | εφοδιάστηκε | θα εφοδιαστεί | να εφοδιαστεί | |||
| α' πληθ. | εφοδιαστήκαμε | θα εφοδιαστούμε | να εφοδιαστούμε | |||
| β' πληθ. | εφοδιαστήκατε | θα εφοδιαστείτε | να εφοδιαστείτε | εφοδιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | εφοδιάστηκαν εφοδιαστήκαν(ε) |
θα εφοδιαστούν(ε) | να εφοδιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εφοδιαστεί | είχα εφοδιαστεί | θα έχω εφοδιαστεί | να έχω εφοδιαστεί | εφοδιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εφοδιαστεί | είχες εφοδιαστεί | θα έχεις εφοδιαστεί | να έχεις εφοδιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εφοδιαστεί | είχε εφοδιαστεί | θα έχει εφοδιαστεί | να έχει εφοδιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εφοδιαστεί | είχαμε εφοδιαστεί | θα έχουμε εφοδιαστεί | να έχουμε εφοδιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εφοδιαστεί | είχατε εφοδιαστεί | θα έχετε εφοδιαστεί | να έχετε εφοδιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εφοδιαστεί | είχαν εφοδιαστεί | θα έχουν εφοδιαστεί | να έχουν εφοδιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εφοδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εφοδιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εφοδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εφοδιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εφοδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εφοδιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εφοδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εφοδιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εφοδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.