αντιπαροχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιπαροχή | οι | αντιπαροχές |
| γενική | της | αντιπαροχής | των | αντιπαροχών |
| αιτιατική | την | αντιπαροχή | τις | αντιπαροχές |
| κλητική | αντιπαροχή | αντιπαροχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.pa.ɾoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐ρο‐χή
Ουσιαστικό
αντιπαροχή θηλυκό
- (λόγιο) η ανταπόδοση κάποιας παροχής
- (νομικός όρος, οικονομία) η παροχή ενός οικοπέδου σε εργολάβο ή κατασκευαστή, με αντάλλαγμα την απόκτηση μιας ή περισσότερων ιδιοκτησιών στο οικοδόμημα που θα ανεγερθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.