παράκαμψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράκαμψη οι παρακάμψεις
      γενική της παράκαμψης* των παρακάμψεων
    αιτιατική την παράκαμψη τις παρακάμψεις
     κλητική παράκαμψη παρακάμψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακάμψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράκαμψη < παρακάμπτω + -ση < (ελληνιστική κοινή) παρακάμπτω < παρά + αρχαία ελληνική κάμπτω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déviation)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.kam.psi/

Ουσιαστικό

παράκαμψη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακάμπτω
    1. το προσπέρασμα από το πλάι ενός εμποδίου ή σημείου, στην προσπάθεια κάποιου να το αποφύγει
       δείτε τη λέξη καβατζάρισμα
    2. (μεταφορικά) η αποφυγή ενός προβλήματος ή μιας δυσκολίας που συναντά κάποιος
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο: υποσκελισμός μεθόδου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.