υποσκελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποσκελισμός | οι | υποσκελισμοί |
| γενική | του | υποσκελισμού | των | υποσκελισμών |
| αιτιατική | τον | υποσκελισμό | τους | υποσκελισμούς |
| κλητική | υποσκελισμέ | υποσκελισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποσκελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποσκελισμός. < (ὑποσκελίζω) ὑποσκελισ- + -μός (-ισμός)
- για τον όρο της πληροφορικής < απόδοση για την αγγλική overriding
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.ske.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐σκε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
υποσκελισμός αρσενικό
- η ενέργεια του υποσκελίζω, το παραμέρισμα, ο παραγκωνισμός
- άλλες μορφές: υποσκέλιση
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) → δείτε το συνώνυμο επικάλυψη μεθόδου[1]
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Προηγμένο Περιβάλλον Αντικειμενοστρεφούς Προγραμματισμού Java, σελ. 22. Προσπέλαση 2019-11-20
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.