προσπέρασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσπέρασμα | τα | προσπεράσματα |
| γενική | του | προσπεράσματος | των | προσπερασμάτων |
| αιτιατική | το | προσπέρασμα | τα | προσπεράσματα |
| κλητική | προσπέρασμα | προσπεράσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσπέρασμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσπερνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.