παρακάμψεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
παρακάμψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακάμπτω
- θα παρακάμψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακάμπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παρακάμψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράκαμψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.