καβατζάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καβατζάρισμα | τα | καβατζαρίσματα |
| γενική | του | καβατζαρίσματος | των | καβατζαρισμάτων |
| αιτιατική | το | καβατζάρισμα | τα | καβατζαρίσματα |
| κλητική | καβατζάρισμα | καβατζαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβατζάρισμα < καβατζάρω
Ουσιαστικό
καβατζάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το προσπέρασμα ακρωτηρίου, η παράκαμψη κάβου
- συμπλήρωση ηλικίας, συνήθως δεκαετίας
- περιορισμένη αποθήκευση
Μεταφράσεις
καβατζάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.