override
Αγγλικά (en)
Ρήμα
override (en)
- παρακάμπτω
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικαλύπτω ή υποσκελίζω , μία μέθοδο υπερκλάσης
- δείτε επίσης: Method overriding στην αγγλική Βικιπαίδεια
- → δείτε τον όρο overwrite, όπου η παλαιότερη οντότητα αντικαθίσταται (καταστρέφεται)
Ουσιαστικό
override (en)
- παράκαμψη
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικάλυψη ή υποσκελισμός[1], σε μέθοδο υπερκλάσης
- overloading
-
override στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Προηγμένο Περιβάλλον Αντικειμενοστρεφούς Προγραμματισμού Java, σελ. 22. Προσπέλαση 2019-11-20
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.