override

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

override < over- + ride

Ρήμα

override (en)

  1. παρακάμπτω
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικαλύπτω ή υποσκελίζω , μία μέθοδο υπερκλάσης
    δείτε επίσης: Method overriding στην αγγλική Βικιπαίδεια
     δείτε τον όρο overwrite, όπου η παλαιότερη οντότητα αντικαθίσταται (καταστρέφεται)

Ουσιαστικό

override (en)

  1. παράκαμψη
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικάλυψη ή υποσκελισμός[1], σε μέθοδο υπερκλάσης

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.