αποφυγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποφυγή οι αποφυγές
      γενική της αποφυγής των αποφυγών
    αιτιατική την αποφυγή τις αποφυγές
     κλητική αποφυγή αποφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποφυγή < αρχαία ελληνική ἀποφυγή < ἀποφεύγω < φεύγω

Ουσιαστικό

αποφυγή θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.