πανδημία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανδημία οι πανδημίες
      γενική της πανδημίας των πανδημιών
    αιτιατική την πανδημία τις πανδημίες
     κλητική πανδημία πανδημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανδημία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pandemia < αρχαία ελληνική πανδημία < πάνδημος + -ία < πᾶν + δῆμος

Προφορά

ΔΦΑ : /pan.ðiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανδημία

Ουσιαστικό

πανδημία θηλυκό

  • (ιατρική, επιδημιολογία) επιδημία που έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη χώρα ή ευρύτερα σε χώρες γεωγραφικής περιοχής ακόμα και ηπείρου (π.χ. η γρίπη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.