πανδημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανδημικός η πανδημική το πανδημικό
      γενική του πανδημικού της πανδημικής του πανδημικού
    αιτιατική τον πανδημικό την πανδημική το πανδημικό
     κλητική πανδημικέ πανδημική πανδημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανδημικοί οι πανδημικές τα πανδημικά
      γενική των πανδημικών των πανδημικών των πανδημικών
    αιτιατική τους πανδημικούς τις πανδημικές τα πανδημικά
     κλητική πανδημικοί πανδημικές πανδημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανδημικός < πανδημία + -ικός

Επίθετο

πανδημικός, -ή, -ό

  1. που έχει το χαρακτήρα πανδημίας
  2. που αναφέρεται σε μια πανδημία
    το πανδημικό εμβόλιο της γρίπης H1N1

  • πανδημιακός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.