pandemi
Δανικά
(da)
Ουσιαστικό
pandemi
(da)
κοινό
(
επιδημιολογία
)
η
πανδημία
Ινδονησιακά
(id)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
panˈdemi
/
Ουσιαστικό
pandemi
(id)
(
επιδημιολογία
)
η
πανδημία
Νορβηγικά
(no)
Ουσιαστικό
pandemi
(no)
(
επιδημιολογία
)
η
πανδημία
Σουηδικά
(sv)
Ουσιαστικό
pandemi
(sv)
κοινό
(
επιδημιολογία
)
η
πανδημία
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
pandemi
<
γαλλική
pandémie
Προφορά
ΔΦΑ
: /
pɑn.de.mi
/
Ουσιαστικό
pandemi
(tr)
κοινό
(
επιδημιολογία
)
η
πανδημία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.