πάνδημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάνδημος η πάνδημη το πάνδημο
      γενική του πάνδημου της πάνδημης του πάνδημου
    αιτιατική τον πάνδημο την πάνδημη το πάνδημο
     κλητική πάνδημε πάνδημη πάνδημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάνδημοι οι πάνδημες τα πάνδημα
      γενική των πάνδημων των πάνδημων των πάνδημων
    αιτιατική τους πάνδημους τις πάνδημες τα πάνδημα
     κλητική πάνδημοι πάνδημες πάνδημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πάνδημος < αρχαία ελληνική πάν- + δήμος

Επίθετο

πάνδημος, -η, -ο

  • που γίνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού
    πάνδημος εορτασμός της εθνικής επετείου

Πολυλεκτικοί όροι

  • Πάνδημος Αφροδίτη: η θεότητα του έρωτα που λατρευόταν από το σύνολο των δήμων της αρχαίας Αθήνας.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.