πανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πανίζω < μεσαιωνική ελληνική πανίζω < πανίον / παννίον < (ελληνιστική κοινή) πάννος < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pan- (ύφασμα, πανί)

Ρήμα

πανίζω

  1. (παρωχημένο) καθαρίζω με κάποιο πανί τον φούρνο, προκειμένου να είναι έτοιος για επόμενο φούρνισμα
  2. (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) καθαρίζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.