ιστιόπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιστιόπανο | τα | ιστιόπανα |
| γενική | του | ιστιόπανου | των | ιστιόπανων |
| αιτιατική | το | ιστιόπανο | τα | ιστιόπανα |
| κλητική | ιστιόπανο | ιστιόπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιστιόπανο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): πανί που φέρεται σε ιστό, σε κατάρτι.
- {γενικά) το πανί ιστιοφόρου πλοίου, που ανάλογα της μορφής του, του ιστού που φέρεται και της καθ' ύψος θέσης του, παίρνει ιδιαίτερη ονομασία.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ιστιόπανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.