ξεσκονόπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκονόπανο τα ξεσκονόπανα
      γενική του ξεσκονόπανου των ξεσκονόπανων
    αιτιατική το ξεσκονόπανο τα ξεσκονόπανα
     κλητική ξεσκονόπανο ξεσκονόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσκονόπανο < ξεσκον(ίζω) + -ό- + παν(ί) + -ο
Δύο κίτρινα ξεσκονόπανα.

Ουσιαστικό

ξεσκονόπανο ουδέτερο

  1. ειδικό ύφασμα για ξεσκόνισμα
  2. οποιοδήποτε ύφασμα για απομάκρυνση της σκόνης από επιφάνειες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.