πάνινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάνινος η πάνινη το πάνινο
      γενική του πάνινου της πάνινης του πάνινου
    αιτιατική τον πάνινο την πάνινη το πάνινο
     κλητική πάνινε πάνινη πάνινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάνινοι οι πάνινες τα πάνινα
      γενική των πάνινων των πάνινων των πάνινων
    αιτιατική τους πάνινους τις πάνινες τα πάνινα
     κλητική πάνινοι πάνινες πάνινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πάνινος < πανί + -ινος

Επίθετο

πάνινος, -η, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από πανί
  2. (μεταφορικά) που έχει το χρώμα του πανιού (κάτασπρος, χλομός)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.