σφουγγαρόπανο
Νέα ελληνικά (el)

σφουγγαρόπανο μιας σφουγγαρίστρας
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφουγγαρόπανο | τα | σφουγγαρόπανα |
| γενική | του | σφουγγαρόπανου | των | σφουγγαρόπανων |
| αιτιατική | το | σφουγγαρόπανο | τα | σφουγγαρόπανα |
| κλητική | σφουγγαρόπανο | σφουγγαρόπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σφουγγαρόπανο ουδέτερο
- χοντρό πανί για σφουγγάρισμα
- Τρέχα να φέρεις το σφουγγαρόπανο να καθαρίσουμε αυτό το χάλι!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.