πήδημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πήδημα | τα | πηδήματα |
| γενική | του | πηδήματος | των | πηδημάτων |
| αιτιατική | το | πήδημα | τα | πηδήματα |
| κλητική | πήδημα | πηδήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πήδημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πήδημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐δη‐μα
Ουσιαστικό
πήδημα
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Παράγωγα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πήδημᾰ | τὰ | πηδήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πηδήμᾰτος | τῶν | πηδημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πηδήμᾰτῐ | τοῖς | πηδήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πήδημᾰ | τὰ | πηδήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πήδημᾰ | πηδήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηδήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πηδημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πήδημα ουδέτερο
- πήδημα, άλμα
- ※ χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς / πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο (Αισχύλος, Πέρσαι, 305)
- χτύπος της καρδιάς
Συνώνυμα
Πηγές
- πήδημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήδημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.