πηδηματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηδηματάκι τα πηδηματάκια
      γενική
    αιτιατική το πηδηματάκι τα πηδηματάκια
     κλητική πηδηματάκι πηδηματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηδηματάκι < πήδημα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

πηδηματάκι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια: φεύγω με τρόπο από κάπου που έχω έρθει σε δύσκολη θέση

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πήδημα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.