πηδηχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηδηχτός η πηδηχτή το πηδηχτό
      γενική του πηδηχτού της πηδηχτής του πηδηχτού
    αιτιατική τον πηδηχτό την πηδηχτή το πηδηχτό
     κλητική πηδηχτέ πηδηχτή πηδηχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηδηχτοί οι πηδηχτές τα πηδηχτά
      γενική των πηδηχτών των πηδηχτών των πηδηχτών
    αιτιατική τους πηδηχτούς τις πηδηχτές τα πηδηχτά
     κλητική πηδηχτοί πηδηχτές πηδηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηδηχτός < πηδώ + -τός

Επίθετο

πηδηχτός, -ή, -ό

  1. που εκτελείται ή πραγματοποιείται με πηδήματα
  2. (προφορικό) που έχει σχέση με το (σεξουαλικό) πήδημα ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά

Ουσιαστικό

πηδηχτός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.