ἅλμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἅλμᾰ τὰ ἅλμᾰτ
      γενική τοῦ ἅλμᾰτος τῶν ἁλμᾰ́των
      δοτική τῷ ἅλμᾰτ τοῖς ἅλμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἅλμᾰ τὰ ἅλμᾰτ
     κλητική ! ἅλμᾰ ἅλμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἁλμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἅλμα < ἅλλομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἅλμα ουδέτερο

  1. άλμα, πήδημα
    • άλμα σε αθλητικό αγώνα
  2. παλμός (του εμβρύου ή της καρδιάς)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.