χοροπήδημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοροπήδημα τα χοροπηδήματα
      γενική του χοροπηδήματος των χοροπηδημάτων
    αιτιατική το χοροπήδημα τα χοροπηδήματα
     κλητική χοροπήδημα χοροπηδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοροπήδημα < χοροπηδώ + -μα

Ουσιαστικό

χοροπήδημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.