πάνθεο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάνθεο | τα | πάνθεα |
| γενική | του | πάνθεου & πανθέου |
των | πάνθεων & πανθέων |
| αιτιατική | το | πάνθεο | τα | πάνθεα |
| κλητική | πάνθεο | πάνθεα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάνθεο < πάνθεον < ελληνιστική κοινή πάνθεον < αρχαία ελληνική Πάνθειον / πάνθειον, ουδέτερο του πάνθειος < πᾶς + θεῖος < θεός ((σημασιολογικό δάνειο) λατινική Ρantheum / Ρantheon & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική panthéon)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpan.θe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάν‐θε‐ο
Ουσιαστικό
πάνθεο ουδέτερο
Συγγενικά
- πανθεϊσμός
- πανθεϊστής
- πανθεϊστικός
- πανθεΐστρια
- → και δείτε τις λέξεις πας και θεός
-
πάνθεο στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- πάνθεο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.