πάνθεο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάνθεο τα πάνθεα
      γενική του πάνθεου
& πανθέου
των πάνθεων
& πανθέων
    αιτιατική το πάνθεο τα πάνθεα
     κλητική πάνθεο πάνθεα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάνθεο < πάνθεον < ελληνιστική κοινή πάνθεον < αρχαία ελληνική Πάνθειον / πάνθειον, ουδέτερο του πάνθειος < πᾶς + θεῖος < θεός ((σημασιολογικό δάνειο) λατινική Ρantheum / Ρantheon & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική panthéon)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpan.θe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάνθεο

Ουσιαστικό

πάνθεο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) το σύνολο των θεών μιας θρησκείας
  2. (θρησκεία) ναός αφιερωμένος σε όλους τους θεούς μιας θρησκείας
  3. (μεταφορικά) το σύνολο των μορφών του παρελθόντος που αξίζουν τον σεβασμό μας
  4. ταφικό κτήριο για μεγάλες μορφές (ενός έθνους) ή σπουδαίες προσωπικότητες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.