πάνθειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ πάνθειος | τὸ πάνθειον | οἱ, αἱ πάνθειοι | τὰ πάνθεια |
| Γενική | τοῦ, τῆς πανθείου | τοῦ πανθείου | τῶν πανθείων | τῶν πανθείων |
| Δοτική | τῷ, τῇ πανθείῳ | τῷ πανθείῳ | τοῖς, ταῖς πανθείοις | τοῖς πανθείοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν πάνθειον | τὸ πάνθειον | τοὺς, τὰς πανθείους | τὰ πάνθεια |
| Κλητική | πάνθειε | πάνθειον | πάνθειοι | πάνθεια |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πανθείω | |||
| Γενική-Δοτική | πανθείοιν | |||
Επίθετο
πάνθειος, -ος, -ον
- (θρησκεία) που έχει σχέση με όλους τους θεούς, αναφέρεται σ’ αυτούς ή τους περιλαμβάνει
- (θρησκεία) που είναι κοινός για όλους τους θεούς
- (ουσιαστικοποιημένο) (θρησκεία) πάνθειον / Πάνθειον & (ελληνιστική κοινή) πάνθεον / Πάνθεον
- όλοι οι θεοί ως σύνολο
- ναός αφιερωμένος σε όλους τους θεούς
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- πάνθειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.