οστεογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οστεογένεση | οι | οστεογενέσεις |
| γενική | της | οστεογένεσης* | των | οστεογενέσεων |
| αιτιατική | την | οστεογένεση | τις | οστεογενέσεις |
| κλητική | οστεογένεση | οστεογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οστεογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οστεογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéogenèse[1] < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + γένεσις[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ste.oˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐στε‐ο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
οστεογένεση θηλυκό
- (ιατρική) η φυσική ή τεχνητή διαδικασία της γένεσης οστών
- ※ Αύξηση του ύψους σε ανθρώπους που πάσχουν από νανισμό έως και κατά 30 εκατοστά, αντιμετώπιση των ανισοσκελιών που έχουν προκληθεί από σοβαρούς τραυματισμούς ή από ασθένειες επιτυγχάνουν πλέον οι επιστήμονες με τη μέθοδο της «διατατικής οστεογένεσης» ή ιστογένεσης. (εφημερίδα Τα Νέα, 27.11.2007)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οστεογενής, οστό και γίνομαι
-
osteogenesis στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οστεογένεση
|
Αναφορές
- οστεογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.