οστέωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οστέωση | οι | οστεώσεις |
| γενική | της | οστέωσης* | των | οστεώσεων |
| αιτιατική | την | οστέωση | τις | οστεώσεις |
| κλητική | οστέωση | οστεώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οστεώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οστέωση < μεσαιωνική ελληνική ὀστέωσις[1] < ὀστεόω[2] < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική osteosis[3] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ostéose[3])
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη οστεογένεση
Μεταφράσεις
- ὀστέωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ὀστεόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- οστέωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.