οστεογονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οστεογονία | οι | οστεογονίες |
| γενική | της | οστεογονίας | των | οστεογονιών |
| αιτιατική | την | οστεογονία | τις | οστεογονίες |
| κλητική | οστεογονία | οστεογονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οστεογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteogeny < αρχαία ελληνική ὀστέον + γίγνομαι
Μεταφράσεις
οστεογονία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.