ανισοσκελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανισοσκελία οι ανισοσκελίες
      γενική της ανισοσκελίας των ανισοσκελιών
    αιτιατική την ανισοσκελία τις ανισοσκελίες
     κλητική ανισοσκελία ανισοσκελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανισοσκελία < αν- + ισοσκελία  δείτε και τη λέξη άνισος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ni.so.sceˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανισοσκελία

Ουσιαστικό

ανισοσκελία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.