ανισοσκελία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανισοσκελία | οι | ανισοσκελίες |
| γενική | της | ανισοσκελίας | των | ανισοσκελιών |
| αιτιατική | την | ανισοσκελία | τις | ανισοσκελίες |
| κλητική | ανισοσκελία | ανισοσκελίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.so.sceˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐σο‐σκε‐λί‐α
Ουσιαστικό
ανισοσκελία θηλυκό
- (ιατρική, ανατομία) η έλλειψη ισοσκελίας / ισοσκέλειας, η δυσμορφική κατάσταση κατά την οποία τα κάτω άκρα κάποιου έχουν άνισο μήκος
- ※ Αύξηση του ύψους σε ανθρώπους που πάσχουν από νανισμό έως και κατά 30 εκατοστά, αντιμετώπιση των ανισοσκελιών που έχουν προκληθεί από σοβαρούς τραυματισμούς ή από ασθένειες επιτυγχάνουν πλέον οι επιστήμονες με τη μέθοδο της «διατατικής οστεογένεσης» ή ιστογένεσης. (εφημερίδα Τα Νέα, 27.11.2007)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανισοσκελία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.