μορφολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μορφολογικά < μορφολογικός + -ά
Μεταφράσεις
μορφολογικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μορφολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μορφολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.