νανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νανισμός | οι | νανισμοί |
| γενική | του | νανισμού | των | νανισμών |
| αιτιατική | τον | νανισμό | τους | νανισμούς |
| κλητική | νανισμέ | νανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nanisme < αρχαία ελληνική νᾶνος + -ισμός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
νανισμός αρσενικό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση όπου το άτομο έχει τις διαστάσεις ενός νάνου
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
νανισμός
|
|
Αναφορές
- νανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.