γένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γένεση οι γενέσεις
      γενική της γένεσης* των γενέσεων
    αιτιατική τη γένεση τις γενέσεις
     κλητική γένεση γενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γένεση < αρχαία ελληνική γένεσις

Ουσιαστικό

γένεση θηλυκό

  1. οι απαρχές, η δημιουργία ενός φαινομένου και η εξέλιξή του μέχρι την πλήρη διαμόρφωσή του
  2. Γένεση: Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης

Εκφράσεις

  • εν τη γενέσει: από την αρχή της ύπαρξης (ενός πράγματος)
    τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.