γένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γένεση | οι | γενέσεις |
| γενική | της | γένεσης* | των | γενέσεων |
| αιτιατική | τη | γένεση | τις | γενέσεις |
| κλητική | γένεση | γενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γένεση < αρχαία ελληνική γένεσις
Ουσιαστικό
γένεση θηλυκό
- οι απαρχές, η δημιουργία ενός φαινομένου και η εξέλιξή του μέχρι την πλήρη διαμόρφωσή του
- Γένεση: Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης
Εκφράσεις
- εν τη γενέσει: από την αρχή της ύπαρξης (ενός πράγματος)
- τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.