ὀστέον

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Να προστεθούν οι πολλοί διαλεκτικοί τύποι και παρατηρήσεις.

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀστεο-, ὀστοῦ-
ονομαστική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
      γενική τοῦ ὀστέου > ὀστοῦ τῶν ὀστέων > ὀστῶν
      δοτική τῷ ὀστέ   > ὀστ τοῖς ὀστέοις > ὀστοῖς
    αιτιατική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
     κλητική ! ὀστέον > ὀστοῦν ὀστέ   > ὀστ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀστέω   > ὀστώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀστέοιν   > ὀστοῖν
2η κλίση, ομάδα 'ὀστέον ὀστοῦν', Κατηγορία 'ὀστέον' όπως «ὀστέον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀστέον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀστέον ουδέτερο

Συγγενικά

  • ὁλόστεον
  • ὀστάριον
  • ὀστέϊνος, ὀστέινος
  • ὀστεογενής
  • ὀστεοκόλλος
  • ὀστεοκόπος
  • ὀστεολογία
  • ὀστεολόγος
  • ὀστεώδης
  • ὄστινος
  • ὀστίτης
  • περιόστεος
  • πολυόστεος
  • πιθανόν και ὄστρακον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.