ὀστέον
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Να προστεθούν οι πολλοί διαλεκτικοί τύποι και παρατηρήσεις. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ὀστεο-, ὀστοῦ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ὀστέον > ὀστοῦν | τὰ | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |
| γενική | τοῦ | ὀστέου > ὀστοῦ | τῶν | ὀστέων > ὀστῶν | |
| δοτική | τῷ | ὀστέῳ > ὀστῷ | τοῖς | ὀστέοις > ὀστοῖς | |
| αιτιατική | τὸ | ὀστέον > ὀστοῦν | τὰ | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |
| κλητική ὦ! | ὀστέον > ὀστοῦν | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀστέω > ὀστώ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀστέοιν > ὀστοῖν | |||
| 2η κλίση, ομάδα 'ὀστέον ὀστοῦν', Κατηγορία 'ὀστέον' όπως «ὀστέον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ὀστέον < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- ὁλόστεον
- ὀστάριον
- ὀστέϊνος, ὀστέινος
- ὀστεογενής
- ὀστεοκόλλος
- ὀστεοκόπος
- ὀστεολογία
- ὀστεολόγος
- ὀστεώδης
- ὄστινος
- ὀστίτης
- περιόστεος
- πολυόστεος
- πιθανόν και ὄστρακον
Πηγές
- ὀστέον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀστέον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.