οξιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξιά | οι | οξιές |
| γενική | της | οξιάς | των | οξιών |
| αιτιατική | την | οξιά | τις | οξιές |
| κλητική | οξιά | οξιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Οξιές στη Γερμανία (Fagus sylvatica)
Ετυμολογία
- οξιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀξιά < ελληνιστική κοινή ὀξέα < ελληνιστική κοινή ὀξύα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈksça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξιά
- παρώνυμο: οξεία
Ουσιαστικό
οξιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Fagus που έχει λεπτά πράσινα μυτερά και ωοειδή φύλλα, λείο και γκρίζο κορμό και μικρούς καρπούς, σε τριγωνικό σχήμα με ακανθώδες ξυλώδες κάλυμμα· περιλαμβάνει δέκα είδη που συναντώνται στην Ευρώπη, Ασία και Βόρειο Αμερική
- (συνεκδοχικά) το ξύλο του δέντρου της οξιάς
-
οξιά στη Βικιπαίδεια

- οξεία
Μεταφράσεις
οξιά
|
Αναφορές
- οξιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.