φυλλοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυλλοβόλος | η | φυλλοβόλα | το | φυλλοβόλο |
| γενική | του | φυλλοβόλου | της | φυλλοβόλας | του | φυλλοβόλου |
| αιτιατική | τον | φυλλοβόλο | τη | φυλλοβόλα | το | φυλλοβόλο |
| κλητική | φυλλοβόλε | φυλλοβόλα | φυλλοβόλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυλλοβόλοι | οι | φυλλοβόλες | τα | φυλλοβόλα |
| γενική | των | φυλλοβόλων | των | φυλλοβόλων | των | φυλλοβόλων |
| αιτιατική | τους | φυλλοβόλους | τις | φυλλοβόλες | τα | φυλλοβόλα |
| κλητική | φυλλοβόλοι | φυλλοβόλες | φυλλοβόλα | |||
| Το θηλυκό έχει και λόγιους τύπους, όμοιους με το αρσενικό | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φυλλοβόλος, -ος/-α, -ο
.JPG.webp)
φυλλοβόλα δέντρα το φθινόπωρο
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.