bok

Νορβηγικά (no)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

bok (no)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɔk/
 

Ουσιαστικό

bok (pl) αρσενικό

  1. η πλευρά με τις έννοιες:
    το αριστερό ή δεξιό τμήμα ανθρώπου, ζώου ή πράγματος
    (γεωμετρία) ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει δύο άλλα σε κλειστή γραμμή

Συγγενικά

  • boczek
  • boczniak
  • bocznica
  • bocznie
  • boczny

Σύνθετα

  • wielobok



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

bok (sv)

  1. βιβλίο
  2. οξιά



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

bok (tr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.