οξείδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οξείδιο τα οξείδια
      γενική του οξείδιου
& οξειδίου
των οξείδιων
& οξειδίων
    αιτιατική το οξείδιο τα οξείδια
     κλητική οξείδιο οξείδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oxide / oxyde < αρχαία ελληνική ὀξ(ύς) + -ίδιο. Γράφτηκε εσφαλμένα με ⟨ει⟩ όπως το ελληνιστικό ὀξείδιον, υποκοριστικό του ὄξος.[1] Προτείνεται απο μερικά λεξικά ετυμολογική γραφή με ιώτα.

Ουσιαστικό

οξείδιο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.