αντιοξειδωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιοξειδωτικός | η | αντιοξειδωτική | το | αντιοξειδωτικό |
| γενική | του | αντιοξειδωτικού | της | αντιοξειδωτικής | του | αντιοξειδωτικού |
| αιτιατική | τον | αντιοξειδωτικό | την | αντιοξειδωτική | το | αντιοξειδωτικό |
| κλητική | αντιοξειδωτικέ | αντιοξειδωτική | αντιοξειδωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιοξειδωτικοί | οι | αντιοξειδωτικές | τα | αντιοξειδωτικά |
| γενική | των | αντιοξειδωτικών | των | αντιοξειδωτικών | των | αντιοξειδωτικών |
| αιτιατική | τους | αντιοξειδωτικούς | τις | αντιοξειδωτικές | τα | αντιοξειδωτικά |
| κλητική | αντιοξειδωτικοί | αντιοξειδωτικές | αντιοξειδωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιοξειδωτικός < αντι- + οξειδωτικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antioxydant (ή antirouille)[1] < αρχαία ελληνική ἀντί, ὀξείδιον
Επίθετο
αντιοξειδωτικός, -ή, -ό
- (χημεία) που δεν προκαλεί ή δυσχεραίνει την οξείδωση
- ↪ αντιοξειδωτικός μηχανισμός, αντιοξειδωτική βιταμίνη, αντιοξειδωτικό ένζυμο
Αντώνυμα
- οξειδωτικός
- οξειδοαναγωγικός
Μεταφράσεις
αντιοξειδωτικός
Αναφορές
- αντιοξειδωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.