αντιοξειδωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιοξειδωτικός η αντιοξειδωτική το αντιοξειδωτικό
      γενική του αντιοξειδωτικού της αντιοξειδωτικής του αντιοξειδωτικού
    αιτιατική τον αντιοξειδωτικό την αντιοξειδωτική το αντιοξειδωτικό
     κλητική αντιοξειδωτικέ αντιοξειδωτική αντιοξειδωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιοξειδωτικοί οι αντιοξειδωτικές τα αντιοξειδωτικά
      γενική των αντιοξειδωτικών των αντιοξειδωτικών των αντιοξειδωτικών
    αιτιατική τους αντιοξειδωτικούς τις αντιοξειδωτικές τα αντιοξειδωτικά
     κλητική αντιοξειδωτικοί αντιοξειδωτικές αντιοξειδωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιοξειδωτικός < αντι- + οξειδωτικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antioxydantantirouille)[1] < αρχαία ελληνική ἀντί, ὀξείδιον

Επίθετο

αντιοξειδωτικός, -ή, -ό

  • (χημεία) που δεν προκαλεί ή δυσχεραίνει την οξείδωση
    αντιοξειδωτικός μηχανισμός, αντιοξειδωτική βιταμίνη, αντιοξειδωτικό ένζυμο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.