πρωτοξείδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτοξείδιο τα πρωτοξείδια
      γενική του πρωτοξείδιου
& πρωτοξειδίου
των πρωτοξείδιων
& πρωτοξειδίων
    αιτιατική το πρωτοξείδιο τα πρωτοξείδια
     κλητική πρωτοξείδιο πρωτοξείδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protoxyde < αρχαία ελληνική πρῶτος + ὀξύς

Ουσιαστικό

πρωτοξείδιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.