οξειδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οξειδώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

οξειδώνω, αόρ.: οξείδωσα, παθ.φωνή: οξειδώνομαι, π.αόρ.: οξειδώθηκα, μτχ.π.π.: οξειδωμένος

Tης αγάπης αίματα   *   με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
  * των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.