υπεροξείδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπεροξείδιο τα υπεροξείδια
      γενική του υπεροξειδίου
& υπεροξείδιου
των υπεροξειδίων
    αιτιατική το υπεροξείδιο τα υπεροξείδια
     κλητική υπεροξείδιο υπεροξείδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεροξείδιο < υπέρ + οξείδιο

Ουσιαστικό

υπεροξείδιο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.