τετροξείδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετροξείδιο τα τετροξείδια
      γενική του τετροξειδίου
& τετροξείδιου
των τετροξειδίων
    αιτιατική το τετροξείδιο τα τετροξείδια
     κλητική τετροξείδιο τετροξείδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετροξείδιο < τετρα- + οξείδιο

Ουσιαστικό

τετροξείδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.