υποξείδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποξείδιο | τα | υποξείδια |
| γενική | του | υποξείδιου & υποξειδίου |
των | υποξείδιων & υποξειδίων |
| αιτιατική | το | υποξείδιο | τα | υποξείδια |
| κλητική | υποξείδιο | υποξείδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
υποξείδιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.