-ίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ίδιο τα -ίδια
      γενική του -ίδιου
& -ιδίου
των -ίδιων
& -ιδίων
    αιτιατική το -ίδιο τα -ίδια
     κλητική -ίδιο -ίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίδιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίδιον (μετουσιαστικό υποκοριστικό επίθημα)
Για όρους χημείας, βιολογίας < (λόγιο δάνειο) νεολατινική -idium < (αρχαία ελληνική) -ίδιον· π.χ. (νεολατινική) gonidium > γον-ίδιον, (γαλλικά) oxide (oxyde) > οξ(ε)-ίδιον][1]

Επίθημα

-ίδιο & -ίδι ουδέτερο

  1. (λόγιο ή ειρωνικό) υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά:
    σταγόνα > σταγον-ίδιο, σώμα > σωματ-ίδιο
  2. κάποτε περιορίζεται ή και χάνεται τελείως η υποκοριστική σημασία του επιθήματος
    βάρος > βαρ-ίδι(ο), γόνος > γον-ίδιο
  3. κατάληξη επιστημονικών όρων
    (γαλλικά) oxide (oxyde) > οξ(ε)-ίδιο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίδιο στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.