-ίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ίδιο | τα | -ίδια |
| γενική | του | -ίδιου & -ιδίου |
των | -ίδιων & -ιδίων |
| αιτιατική | το | -ίδιο | τα | -ίδια |
| κλητική | -ίδιο | -ίδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ίδιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίδιον (μετουσιαστικό υποκοριστικό επίθημα)
- Για όρους χημείας, βιολογίας < (λόγιο δάνειο) νεολατινική -idium < (αρχαία ελληνική) -ίδιον· π.χ. (νεολατινική) gonidium > γον-ίδιον, (γαλλικά) oxide (oxyde) > οξ(ε)-ίδιον][1]
Επίθημα
-ίδιο & -ίδι ουδέτερο
- (λόγιο ή ειρωνικό) υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά:
- σταγόνα > σταγον-ίδιο, σώμα > σωματ-ίδιο
- κάποτε περιορίζεται ή και χάνεται τελείως η υποκοριστική σημασία του επιθήματος
- βάρος > βαρ-ίδι(ο), γόνος > γον-ίδιο
- κατάληξη επιστημονικών όρων
- (γαλλικά) oxide (oxyde) > οξ(ε)-ίδιο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίδιο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ίδιο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.