τριοξείδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριοξείδιο τα τριοξείδια
      γενική του τριοξειδίου
& τριοξείδιου
των τριοξειδίων
    αιτιατική το τριοξείδιο τα τριοξείδια
     κλητική τριοξείδιο τριοξείδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριοξείδιο < τρι- + οξείδιο

Ουσιαστικό

τριοξείδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.