ετερώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερώνυμος | η | ετερώνυμη | το | ετερώνυμο |
| γενική | του | ετερώνυμου | της | ετερώνυμης | του | ετερώνυμου |
| αιτιατική | τον | ετερώνυμο | την | ετερώνυμη | το | ετερώνυμο |
| κλητική | ετερώνυμε | ετερώνυμη | ετερώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερώνυμοι | οι | ετερώνυμες | τα | ετερώνυμα |
| γενική | των | ετερώνυμων | των | ετερώνυμων | των | ετερώνυμων |
| αιτιατική | τους | ετερώνυμους | τις | ετερώνυμες | τα | ετερώνυμα |
| κλητική | ετερώνυμοι | ετερώνυμες | ετερώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετερώνυμος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερώνυμος < ετερο- + -ώνυμος ( < όνομα )
Επίθετο
ετερώνυμος -η -ο
- (μαθηματικά) ετερώνυμα κλάσματα: κλάσματα με διαφορετικό παρονομαστή
- (φυσική) που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό φορτίο (θετικό, αρνητικό)
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν διαφορετική ελκτική ικανότητα
- Oι ετερώνυμοι μαγνητικοί πόλοι έλκονται.
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν διαφορετική ελκτική ικανότητα
Εκφράσεις
- τα ετερώνυμα έλκονται: για άτομα που έχουν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και συμβιώνουν άριστα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ετερώνυμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.