ετερώνυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερώνυμος η ετερώνυμη το ετερώνυμο
      γενική του ετερώνυμου της ετερώνυμης του ετερώνυμου
    αιτιατική τον ετερώνυμο την ετερώνυμη το ετερώνυμο
     κλητική ετερώνυμε ετερώνυμη ετερώνυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερώνυμοι οι ετερώνυμες τα ετερώνυμα
      γενική των ετερώνυμων των ετερώνυμων των ετερώνυμων
    αιτιατική τους ετερώνυμους τις ετερώνυμες τα ετερώνυμα
     κλητική ετερώνυμοι ετερώνυμες ετερώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερώνυμος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερώνυμος < ετερο- + -ώνυμος ( < όνομα )

Επίθετο

ετερώνυμος -η -ο

  1. (μαθηματικά) ετερώνυμα κλάσματα: κλάσματα με διαφορετικό παρονομαστή
  2. (φυσική) που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό φορτίο (θετικό, αρνητικό)
    • (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν διαφορετική ελκτική ικανότητα
      ετερώνυμοι μαγνητικοί πόλοι έλκονται.

Εκφράσεις

  • τα ετερώνυμα έλκονται: για άτομα που έχουν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και συμβιώνουν άριστα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.