ομωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομωνυμία οι ομωνυμίες
      γενική της ομωνυμίας των ομωνυμιών
    αιτιατική την ομωνυμία τις ομωνυμίες
     κλητική ομωνυμία ομωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομωνυμία < αρχαία ελληνική ὁμωνυμία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homonymie[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /o.mo.niˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομωνυμία

Ουσιαστικό

ομωνυμία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.